υαλοτεχνικός

υαλοτεχνικός
-ή, -ό, Ν [υαλοτεχνία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλοτεχνία
2. το θηλ. ως ουσ. η υαλοτεχνική
η υαλοτεχνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υαλοτεχνικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλοτεχνία (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., υαλοτεχνική η υαλοτεχνία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”